- συρράπτοντας
- συρράπτωsewpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαρράπτω — (Α) 1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω 2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο … Dictionary of Greek